ο επιβάτης
Έγειρε αργά πάνω στο χέρι το δεξί του
τ΄ άλλο κρεμάμενο φτερούγα πληγωμένη
φρέσκο το χτύπημα νωπή και η πληγή του
κάτω απ΄τη ζώνη την ολόσφιχτα δεμένη.
Βαριά τα βλέφαρα του κρύψανε τον ήλιο
σκοτάδι γνώριμο γεμάτο υποσχέσεις
να ρθει το τραίνο να τον πάρει, πάντα το ίδιο,
σιωπηλό με άδειες όλες του τις θέσεις.
Ένα ταξίδι ακόμα πόθησε να κάνει
στη χώρα όπου διαβατήρια δεν ζητάνε
όπου του ανθρώπου η κακία ποτέ δε φτάνει
κι όπου τα βλέμματα κι οι λέξεις δεν πονάνε.
Πριν δύο χρόνια καταφύγιο αναζητούσε
δεκαεφτά χρονών αγρίμι τρομαγμένο
σε ένα κόσμο που ανήλεα τον χτυπούσε
κι όλοι,φίλοι γνωστοί τον είχανε γραμμένο.
Πρόθυμοι πράκτορες του βρήκαν εισιτήριο
να ταξιδεύει για τη χώρα της γαλήνης
απ της ζωής του να ξεφεύγει το μαρτύριο
στα δυο χρόνια της ανείπωτης οδύνης!
Τα δωσε όλα χτές, τα ναύλα να αγοράσει
του ΄μεινε μόνο η ταλαίπωρη ψυχή του
μια πρώτη θέση τον εαυτό του να κεράσει
πρώτη φορά και τελευταία στη ζωή του.
.....έγειρε αργά πάνω στο χέρι το δεξί του
ώρα περίμενε το τραίνο, μα δεν ήρθε
κι όσο περίμενε κουράστηκε η ψυχή του
και πέταξε.