τσάρδιγκ


Το πρώτο μου σχολείο,το πιο σημαντικό αφού εδώ μελέτησα για ώρες- μέρες-χρόνια ,τον έρωτα-τη ζωή-το θάνατο,μέσα -γύρω και πάνω απ ΄το νερό και τη γη.Μου δόθηκε απλόχερα η μοίρα έχοντας ένα τέτοιο σχολείο μόλις λίγα μέτρα πίσω απ το πατρικό μου σπίτι.Πανέμορφο,με περίμενε τα καλοκαιρινά κυρίως πρωινά,από την προσχολική ακόμα ηλικία,απλώνοντας μπροστά μου όλα αυτά που για πολλά χρόνια μετά, στίβες βιβλία προσπάθησαν άδοξα να μου περιγράψουν.
Εκείνο το πρωινό όμως το μυαλό μου ήταν αλλού.Ήταν στα μέσα του Ιούλη και ζούσα τις πρώτες μου διακοπές μετά την πρώτη χρονιά  στο Δημοτικό.Οι τελευταίοι νερόλακοι του χείμαρρου που είχε αρκετές μέρες πρίν στραγγίξει ,είχαν πάρει το πράσινο χρώμα λίγο πρίν στεγνώσουν.Οι γυρίνοι είχαν έγκαιρα προλάβει να βγάλουν πόδια και να εξαφανιστούν βάτραχοι πιά ψάχνοντας τον πλησιέστερο υγρότοπο.Ο Ήλιος στην ακμή του ,σκαρφάλωνε πιο γρήγορα τώρα και στο πιό ψηλό απ ΄τα πλατάνια της ρεματιάς ,που υψώνονταν σαν σηκωμένα χέρια που ικέτευαν το έλεός του.
Πλησίαζε μεσημέρι  όταν τα αυτιά μου που ήταν σε επιφυλακή,έπιασαν τις γνώριμες περπατησιές να πλησιάζουν  απ ΄το μονοπάτι που κατέβαινε απ ΄το βουνό και  περνούσε ίσα μέσα α π΄το ...σχολείο μου.Μια τεράστια πράσινη μπάλα ξεπρόβαλε μέσα απ ΄το παχύφυλο τείχος που σχημάτιζαν οι αιωνόβιες καστανιές της πλαγιάς.Στη μέση της φαινόταν μόνο το κεφάλι ενός απ ΄τα δυο μουλάρια μας,που την κουβαλούσε και δεν ήταν παρά ένα φορτίο από μικρά δεμάτια φτέρες ,περίτεχνα τοποθετημένες.Το άλλο ήταν φορτωμένο με δυό δεμάτια λεπτά ίσια ξύλα,ενώ ξοπίσω τους ακολουθούσε ο πατέρας μου σιγοσφυρίζοντας.
Χοροπηδώντας και φωνάζοντας έτρεξα να ειδοποιήσω τη μάννα,κι ας ήμουν σίγουρος ότι ήταν ήδη στη αυλή και στο τραπέζι είχε βγάλει το πιατάκι με το γλυκό κεράσι και την κανάτα με το κρύο νερό.
Ο πατέρας κάθισε στην καρέκλα έφαγε το γλυκό κι αφού ήπιε μονορούφι το γεμάτο ποτήρι,άφησε αργά ,ηδονικά να βγει η ανάσα του σαν να φώναζε σιγανά.Αφού μας εξιστόρησε εν ολίγοις τα εξόχως σημαντικά που έζησε το συναρπαστικό εκείνο πρωινό,όπως το  από  που έκοψε τα υλικά και ποιες σημαντικές προσωπικότητες της ντόπιας κοινωνίας των 200 ατόμων (μερικοί υποστήριζαν μαζί με τα αιγοπρόβατα) αντάμωσε,ένα τέταρτο μετά ξεκίνησε να συνεχίσει την αποστολή του  που δεν ήταν άλλη απ ΄την κατασκευή του θερινού μας τσαρδιού στην παραλία!
Το άλλο πρωί ,ύστερα από μια ολονύκτια περιπλάνηση στις θάλασσες  του κόσμου με ότι πλεούμενο μπορεί να φανταστεί κανείς,ακόμα και υποβρύχια,βρέθηκα προηγούμενος της οικογενειακής πομπής στο μονοπάτι που οδηγούσε στον παράδεισο,δυό βδομάδες στο θερινό κατάλυμα ,40 μέτρα απ ΄το κύμα.Σε λίγο ήμασταν στη μέση από ένα καραβάνι με τη ίδια κατεύθυνση.Μουλάρια και γαιδούρια φορτωμένα με άσπρους η και χρωματιστούς μπόγους,που περιείχαν τα σεντόνια  τις κουβέρτες  και όλο τον απαραίτητο ρουχισμό.Στο πλάι κρεμασμένα τα κατσαρολικά απ ΄τη μια και οι κότες κρεμασμένες απ ΄τα πόδια απ ΄την άλλη. Φωνές και γέλια απ τις οικογένειες που προχωρούσαν σε μικρές ομάδες,βελάσματα απ τα λιγοστά αιγοπρόβατα ,κακαρίσματα και άτσαλοι ήχοι απ τα κατσαρολικά που βροντοχτυπούσαν,πανδαιμόνιο!!
Τρία τέταρτα αργότερα κοιτούσα πανοραμικά σε μικρή απόσταση την παραλία και κατά μήκος της σαν μια τεράστια πράσινη κάμπια τα τσαρδιά κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο.Αυτό εδώ το συναίσθημα αδυνατώ να το περιγράψω.Θα σας περιγράψω όμως μερικά ιστορικά στοιχεία (σε όσους άντεξαν να φτάσουν ως εδώ).

Τα τσαρδιά λοιπόν ήταν κατασκευές από ένα ξύλινο σκελετό που τα τοιχώματά του διαμόρφωναν μικρά δεματάκια φτέρες δεμένα πάνω σ΄αυτόν.Στην οροφή τοποθετούσαν επιπρόσθετα κλαδιά από πλατάνια που υπάρχουν άφθονα στην κοντινή ρεματιά,ενώ για πόρτα κρεμούσαν ένα σεντόνι η μια κουρελού.Τα κολλούσαν το ένα μετά το άλλο για να γλυτώνουν τη μία πλευρά αλλά και για να έχουν άμεση επικοινωνία τα μεσημέρια  που έτρωγαν ,η το απόγευμα στον καφέ  η μία οικογένεια με την άλλη, αφού ήταν εύκολο να περάσεις το χέρι σου  μέσα απ ΄το υποτυπώδες τοίχωμα και να τσουγκρίσεις το ποτήρι με το γείτονα.
Στην πίσω πλευρά ήταν παρατεταγμένα τα μαγεριά ,όπου μαγείρευαν παλιότερα με φωτιά από ξύλα και αργότερα με κουζινάκια  υγραερίου.  Λίγο πιο πίσω ,κάτω απ τα δέντρα τα ζώα .
Η κατασκήνωση διαρκούσε 15 μέρες για τους περισσότερους,από τις 20 Ιουλίου μέχρι τη γιορτή του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου οπότε και ξεκινούσε η μεγάλη εμποροπανήγυρη του Βόλου. 
Αργότερα σιγά-σιγά τα τσαρδιά αντικαταστάθηκαν από κακόγουστες ξύλινες κατασκευές μέχρι που απαγορεύτηκε το τσάρδιγκ με την επέλαση του πολιτισμού.



Ευτύχησα να ζήσω εκεί  τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου.Μου λείπουν αφάνταστα οι εικόνες εκείνες, αλλά και οι μυρωδιές,απ ΄τα μαγεριά τα μεσημέρια,το καμένο γάλα το πρωί,το πετρέλαιο απ τις λάμπες τα βράδια ή απ ΄τις εσωλέμβιες μηχανές που φορούσαν οι λίγες ψαρόβαρκες.
Πιο πολύ απ όλα όμως μου λείπει το άρωμα της φτέρας (που όσο ξεραίνεται θαρρείς  μυρίζει περισσότερο),ανακατεμένο με το άρωμα της αρμύρας.Όποιος δεν κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε  σε τσαρδί είναι αδύνατο να με καταλάβει,πιστέψτε με!

Κάποια στιγμή έφτιαξα κι εγώ το δικό μου τσαρδί,το πρώτο και τελευταίο μου !


ναι σε όλα!!!




έτσι,για να πούμε ότι πέρασε κι απ ΄τη γειτονιά μας
ένας ψίθυρος  αντίδρασης!

Να μην ξεχνάμε αυτούς που το ψήφισαν,αλλά
και αυτούς που δεν το ψήφισαν.